Ἀχερουσία — Ἀχερουσίᾱ , Ἀχερούσιος of Acheron fem nom/voc/acc dual Ἀχερουσίᾱ , Ἀχερούσιος of Acheron fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχερουσίᾳ — Ἀχερουσίᾱͅ , Ἀχερούσιος of Acheron fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχερούσια — Ἀχερόντιος of Acheron fem voc sg Ἀχερόντιος of Acheron neut nom/voc/acc pl Ἀχερούσιος of Acheron neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχερουσίας — Ἀχερουσίᾱς , Ἀχερούσιος of Acheron fem acc pl Ἀχερουσίᾱς , Ἀχερούσιος of Acheron fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АХЕРУСИЯ — • Άχερουσία λίμνη, Acherusia, 1. см. Άχέρων, Ахеронт; 2. маленькое озеро в Кампании между Кумами и Мизеном, н. Lago di Fusaro; 3. место, обнесенное каменными стенами, близ Гермионы в Арголиде, подле расселины,… … Реальный словарь классических древностей
κἀχερουσίαν — Ἀχερουσίᾱν , Ἀχερούσιος of Acheron fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχερουσίαν — Ἀχερουσίᾱν , Ἀχερούσιος of Acheron fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Achervsia — ACHERVSIA, æ, Gr. Ἀχερουσία, ας, ein großer Pfuhl in der Hölle, worüber die Seelen der Verstorbenen von dem Charon geführet wurden, Suid. in Ἀχερουσία;, und daher den δανάκην, oder das Fuhrlohn dafür entrichten mußten, das ihnen darzu jederzeit… … Gründliches mythologisches Lexikon
Αχέρων — Ονομασία τριών ποταμών. 1. Ποταμός της Ηπείρου (κοινώς, Μαυροπόταμος ή Φαναριώτικος), ο οποίος περιβάλλεται από πλούσια μυθική παράδοση σχετική με τους νεκρούς και τον Άδη. Πηγάζει από τα όρη του Σουλίου και εκβάλλει στο Ιόνιο, στον κόλπο του… … Dictionary of Greek
Άδης — Ο θεός του Κάτω Κόσμου και ο Κάτω Κόσμος. Ο θεός Ά. ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, που πήρε μερίδιό του τον Κάτω Κόσμο, όταν έγινε η διανομή της εξουσίας του κόσμου, μετά τον πόλεμο των θεών με τους Τιτάνες. Οι αδελφοί του, Ζευς και Ποσειδών … Dictionary of Greek